Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
(AM ἐκφλέγω)
1. ανάβω, πυρπολώ, αναφλέγω, κατακαίω
2. θερμαίνω υπερβολικά
3. (παθ. μτφ. με μέσ. σημ.) ἐκφλέγομαι
τίθεμαι σε ζωηρή κίνηση, ενθουσιάζομαι.