εκχερσώνω

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source

Greek Monolingual

και εκχερσώ (-όω) (Μ ἐκχεσῶ)
1. κάνω τη χέρσα γη καλλιεργήσιμη, τήν απαλλάσω από πέτρες, θάμνους κ.λπ.
2. μτφ. («τὰς ἀκανθώδεις ῥύπας [τῆς ψυχῆς] ἐξεχέρσωσας», Γ. Πισίδ.)
3. μέσ. ξηραίνομαι («εξεχερσώθη ο κήπος», Πρόδρ.).