ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
ἐλᾴδιον, το (AM)υποκορ. του έλαιονμικρή ποσότητα λαδιού, λαδάκιαρχ.-μσν.υποκορ. του ἐλάανεαρή ελιά.