ελάδιον

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

Greek Monolingual

ἐλᾴδιον, το (AM)
υποκορ. του έλαιον
μικρή ποσότητα λαδιού, λαδάκι
αρχ.-μσν.
υποκορ. του ἐλάα
νεαρή ελιά.