ελάσιππος
From LSJ
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
Greek Monolingual
ἐλάσιππος, -ον (Α)
1. ιππηλάτης, αυτός που οδηγεί άλογα ή πολεμά με άρμα συρόμενο από άλογα, ο αρματηλάτης, ιππικός
2. (επίθ. του ήλιου)
ιππηλάτης, αρματηλάτης.