ἐλάσιππος

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλάσιππος Medium diacritics: ἐλάσιππος Low diacritics: ελάσιππος Capitals: ΕΛΑΣΙΠΠΟΣ
Transliteration A: elásippos Transliteration B: elasippos Transliteration C: elasippos Beta Code: e)la/sippos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, horse-driving, horse-riding, knightly, Pi.P.5.85; ἁμέρα Lyr.Adesp.97; of the sun, Orph.H.8.18.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
que guía, conductor de troncos de caballos, conductor de carros, ἔθνος de los de Cirene, Pi.P.5.85, de Helios ὦ ἐλάσιππε, μάστιγι λιγυρῇ τετράορον ἅρμα διώκων Orph.H.8.18, ἀμβρόσιον ἐλασίππου πρόσωπον ... ἁμέρας el rostro inmortal del día que avanza con sus caballos, Lyr.Adesp.92.2.

German (Pape)

[Seite 789] Rosse treibend, beritten; ἔθνος Pind. P. 5, 85; Orph.

Russian (Dvoretsky)

ἐλάσιππος: (ᾰ) гоняющий коней, привыкший к верховой езде (ἔθνος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐλάσιππος: -ον, ἱππηλάτης, Πινδ. Π. 5. 114· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ὀρφ. Ὕμν. 8. 18· πρβλ. ἱππελάτης.

English (Slater)

ἐλᾰσιππος horse-driving τὸ δ' ἐλάσιππον ἔθνος ἐνδυκέως δέκονται (P. 5.85)

Greek Monolingual

ἐλάσιππος, -ον (Α)
1. ιππηλάτης, αυτός που οδηγεί άλογα ή πολεμά με άρμα συρόμενο από άλογα, ο αρματηλάτης, ιππικός
2. (επίθ. του ήλιου)
ιππηλάτης, αρματηλάτης.