γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules
ἐλαφογενής, -ές (Α)1. αυτός που προέρχεται ή γίνεται από ελάφι2. το ουδ. ως ουσ. ο μυελός του ελαφιού.