ελαφογενής

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

ἐλαφογενής, -ές (Α)
1. αυτός που προέρχεται ή γίνεται από ελάφι
2. το ουδ. ως ουσ. ο μυελός του ελαφιού.