ελεφαντίαση

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἐλεφαντίασις)
1. διόγκωση τών ποδιών, τών χεριών ή των γεννητικών οργάνων που οφείλεται σε παθολογικά αίτια
2. πάθηση του δέρματος με χρόνια φλεγμονή και σκλήρυνση που το κάνει να μοιάζει σαν του ελέφαντα.