ελεφαντίαση

From LSJ

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἐλεφαντίασις)
1. διόγκωση τών ποδιών, τών χεριών ή των γεννητικών οργάνων που οφείλεται σε παθολογικά αίτια
2. πάθηση του δέρματος με χρόνια φλεγμονή και σκλήρυνση που το κάνει να μοιάζει σαν του ελέφαντα.