εμ
From LSJ
Greek Monolingual
(I)
ἐμ (Α)
(πρόθεση) ἐν ἡ εἰς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εν].
(II)
(και έμι, έμου, όμου, χέμι, χέμα)
επιφώνυμα που εκφράζει: α) δυσανασχέτηση («εμ, στα 'λεγα αλλά δε μ' άκουγες»)
β) απορία («εμ, τί να σού κάνει κι αυτή η δύστυχη»)
γ) εγκατέρτηση («εμ, τί να κάνω τώρα πια;»)
δ. (σε αναδίπλωση) αφενός, αφετέρου («εμ μέ κλέβεις, εμ ζητάς και ρέστα»)
ε. φρ. «εμ πώς» — πώς όχι; και βέβαια.