ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
ἐμμείγνυμι και ἐμμίγνυμι (Α)1. ανακατώνω μέσα σε κάτι2. (για πρόσ.) συναντώ.