εμπρησμός

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἐμπρησμός)
νεοελλ.
εκούσια πυρπόληση που γίνεται σκόπιμα για να προκαλέσει βλάβη ή για εξαπάτησηεμπρησμός καταστήματος»)
αρχ.-μσν.
πυρπόληση, πυρκαγιά, κατάκαυση.