εμπρησμός

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἐμπρησμός)
νεοελλ.
εκούσια πυρπόληση που γίνεται σκόπιμα για να προκαλέσει βλάβη ή για εξαπάτησηεμπρησμός καταστήματος»)
αρχ.-μσν.
πυρπόληση, πυρκαγιά, κατάκαυση.