κατάκαυση
From LSJ
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
Greek Monolingual
η (AM κατάκαυσις) κατακαίω
η πλήρης, η ολοσχερής καύση, απανθράκωση, αποτέφρωση
μσν.
καύσωνας.