εμφανίσιμος
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Greek Monolingual
-η, -ο
ευπαρουσίαστος, ο ντυμένος καλά ώστε να μπορεί να παρουσιαστεί σε δημόσια συγκέντρωση, ευπρόσωπος, παρουσιάσιμος.
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
-η, -ο
ευπαρουσίαστος, ο ντυμένος καλά ώστε να μπορεί να παρουσιαστεί σε δημόσια συγκέντρωση, ευπρόσωπος, παρουσιάσιμος.