εναντία

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source

Greek Monolingual

ἐναντία και ἐναντίον (AM)
1. (με γεν.) απέναντι
2. (με δοτ. με εχθρ. σημ.) εναντίον κάποιου («ἐναντία τοῖς Λακεδαιμονίοις», Ξεν.)
3. (με άρθρο) τἀναντία
αντίθετα («oἱ δὲ Ἕλληνες τἀναντία στρέψαντες ἔφευγον», Ξεν.).