Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
-ον (ΑΜ έναντιογνώμων, -ον)αυτός που έχει αντίθετη γνώμη, ασύμφωνος, αντίθετος.