ενασχολώ

From LSJ

Greek Monolingual

(AM ἐνασχολῶ, -έω)
1. ενεργ.
παρέχω ασχολία σε κάποιον, τον απασχολώ με κάτι, του δίνω δουλειά
2. μέσ. ασχολούμαι, καταγίνομαι σε κάτι.