ενασχολώ
From LSJ
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
(AM ἐνασχολῶ, -έω)
1. ενεργ.
παρέχω ασχολία σε κάποιον, τον απασχολώ με κάτι, του δίνω δουλειά
2. μέσ. ασχολούμαι, καταγίνομαι σε κάτι.