μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις → remember how short my time is
(AM ἐνασχολῶ, -έω)1. ενεργ.παρέχω ασχολία σε κάποιον, τον απασχολώ με κάτι, του δίνω δουλειά2. μέσ. ασχολούμαι, καταγίνομαι σε κάτι.