ενδεκαμελής

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που αποτελείται από ένδεκα μέληενδεκαμελής επιτροπή, συμμορία»).