ενεστώς

From LSJ

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source

Greek Monolingual

-ώσα, -ώς (AM ἐνεστώς, -ῶσα, -ώς)
(μτχ. παρακμ. του ενίστημι ως ουσ.) χρόνος του ρήματος που δηλώνει ότι η πράξη γίνεται στο παρόν και διαρκεί.