ενεστώς

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source

Greek Monolingual

-ώσα, -ώς (AM ἐνεστώς, -ῶσα, -ώς)
(μτχ. παρακμ. του ενίστημι ως ουσ.) χρόνος του ρήματος που δηλώνει ότι η πράξη γίνεται στο παρόν και διαρκεί.