ενζώννυμι

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

ἐνζώννυμι (Α) ζώννυμι
ζώνω, περιζώνω, περικλείω, περιβάλλω («καλωδίου δέ ἄνωθεν ἀφεθέντος, ἐνζώσας ἑαυτὸν ἀνελήφθη πρὸς τὸ πλῆθος», Πλούτ.).