ενθρύπτω

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

ἐνθρύπτω και ποιητ. τ. ἐνιθρύπτω (Α) θρύπτω
βουτώ και λειώνω κάτι σε υγρό, κάνω παπάραἄρτος... ἐν οἴνῳ έντεθρυμμένος», Ιπποκρ.).