παπάρα

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195

Greek Monolingual

η
1. ψωμί μουσκεμένο μέσα σε νερό
2. πρόχειρο φαγητό παρασκευασμένο από τρίμματα ψωμιού βρασμένα σε ζωμό, γάλα, λάδι ή κρασί
3. μτφ. έντονη επίπληξη, προσβολή, κατσάδιασμα
4. παροιμ. «όποιος διαλέγει τη λαγάρα, παίρνει την παπάρα» — όσοι δυσκολεύονται να επιλέξουν τελικά αποτυγχάνουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. popara (< ρ. popariam «ζεματίζω»)].