χρονολογία

From LSJ

ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood

Source

German (Pape)

[Seite 1378] ἡ, Zeitrechnung, Chronologie, Sp.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
1. ο χρονικός προσδιορισμός γεγονότος σε σχέση με άλλο, σημαντικό, γεγονός, φυσικό ή ιστορικό, που λαμβάνεται ως αφετηρία (α. «χρονολογία από τη γέννηση του Χριστού» β. «χρονολογία από κτήσεως Ρώμης»)
2. το έτος και η ημερομηνία ορισμένου γεγονότος
3. η αναγραφή, σε έγγραφο, του έτους και της ημερομηνίας σύνταξής του
4. η αναγραφόμενη σε έγγραφο ημερομηνία
5. επιστήμη που πραγματεύεται την μέτρηση του χρόνου μέσω τών κανονικών υποδιαιρέσεών του, δηλαδή ωρών, ημερών, μηνών, ετών, για τον χρονικό προσδιορισμό τών γεγονότων
αρχ.
η αρίθμηση, ο υπολογισμός του χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + -λογία].