ενοποιώ

From LSJ

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source

Greek Monolingual

(AM ενοποιῶ, -έω) ἑνοποιός
συνάπτω δύο ή περισσότερα σε ένα, τα συνενώνω.