ενοποιώ

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source

Greek Monolingual

(AM ενοποιῶ, -έω) ἑνοποιός
συνάπτω δύο ή περισσότερα σε ένα, τα συνενώνω.