ενορίτης

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. ενορίτισσα, η) (Μ ἐνορίτης, ο
θηλ. ἐνορῖτις, η) ενορία
1. αυτός που ανήκει σε εκκλησιαστική ενορία
2. προϊστάμενος ενορίας, εφημέριος.