ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
ἐνοσίχθων, ο (Α)αυτός που σείει τη γη (επίθ. του Ποσειδώνος).[ΕΤΥΜΟΛ. < ένοσις «κλονισμός» + χθών «γη»].