ενσταντανέ

From LSJ

Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht

Menander, Monostichoi, 372

Greek Monolingual

το
1. η στιγμιαία φωτογράφηση προσώπων, σκηνών κ.λπ.
2. η φωτογραφία που έχει ληφθεί ώστε ν' αποδίδει μια στιγμιαία χαρακτηριστική έκφραση ή σκηνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. instantane)].