εξάνθρωπος

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source

Greek Monolingual

ἐξάνθρωπος, -ον (AM)
μσν.
απάνθρωπος, έξω από την ανθρώπινη φύση
αρχ.
1. (για επιληπτικούς) ακοινώνητος
2. (για ασθένεια) αυτός που κάνει κάποιον να χάνει τις ανθρώπινες, λογικές ιδιότητες.