ἑξάπλευρος
From LSJ
English (LSJ)
ἑξάπλευρον, with six sides, Plot.6.3.14.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἕξπ- Phryn.388 (pero ἕκπ- cód.)
geom. de seis lados, hexagonal ἐπίπεδον Plot.6.3.14, cf. Hero Metr.1.11, Phryn.l.c., neutr. plu. subst. τὰ ἑξάπλευρα καὶ τετράπλευρα ποιεῖν Basil.M.31.1505C.
German (Pape)
[Seite 871] sechsseitig, von Phryn. 412 als unatt. verworfen.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξάπλευρος: -ον, ἔχων ἓξ πλευράς, Πλωτῖν. 6. 3, 14.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἑξάπλευρος, -ον)
1. αυτός που έχει έξι πλευρές
2. το ουδ. ως ουσ. το εξάπλευρο(ν)
γεωμετρικό σχήμα με έξι πλευρές και έξι γωνίες.