εξέλκωση

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐξέλκωσις)
σχηματισμός έλκους (πληγής) στο δέρμα ή σε έναν βλεννογόνο.