εξαγγελτήριος

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

-ο και -α, -ο (AM ἐξαγγελτήριος, -ον)
εξαγγελτικός, αυτός που μεταδίδει αγγελία ή αρμόδιος για εξαγγελία.