εξαδάκτυλος
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑξαδάκτυλος, -ον)
αυτός που έχει έξι δάκτυλα («ὁ βασιλεὺς ἧτο ἑξαδάκτυλος», Τζέτζ.)
αρχ.
αυτός που έχει μήκος έξι δακτύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + δάκτυλος.