εξαδάκτυλος

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑξαδάκτυλος, -ον)
αυτός που έχει έξι δάκτυλα («ὁ βασιλεὺς ἧτο ἑξαδάκτυλος», Τζέτζ.)
αρχ.
αυτός που έχει μήκος έξι δακτύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + δάκτυλος.