ἐξαφανίζω
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
destroy utterly, παίδων ἀγόνων γόνον ἐξαφανίζων Eub.107.11; γένος J.AJ3.15.1; τι τῆς μνήμης ἐκκάθαιρε καὶ ἐξηφάνισε Iamb.Protr.21. κθ:—Pass., ἐξαφανίζομαι = disappear utterly, Pl.Plt. 270e, Sor.1.34.
German (Pape)
[Seite 874] = simplex, verstärkt, Plat. Polit. 270 e u. öfter bei Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰφᾰνίζω: совершенно уничтожать, pass. погибать, исчезать Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰφᾰνίζω: ἀφανίζω, ἐντελῶς, καταστρέφω, ὅλως δι’ ὅλου, παίδων ἄγονον γόνον ἐξαφανίζων Εὔβουλος ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 11: - Παθ., γίνομαι ἐντελῶς ἄφαντος, Πλάτ. Πολιτικ. 270Ε, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 103.
Greek Monolingual
(AM ἐξαφανίζω) αφανίζω
1. καταστρέφω τελείως, εξολοθρεύω
(«γένος ἐξηφάνισε», Ιώσ.)
2. κάνω κάτι άφαντο
(«εξαφάνισε το γράμμα»)
3. (μεσ. και παθ.) εκλείπω
νεοελλ.
κρύβω («εξαφάνισε το πτώμα»).