εξαύτις

From LSJ

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source

Greek Monolingual

ἐξαῡτις (AM) (Α και ἐξαῡθις)
1. ακόμη μια φορά, πάλιΠηλεΐδης δ' ἐξαῡτις ἀταρτηροῖς ἐπέεσσιν Ἀτρεΐδην προσέειπε», Ομ. Ιλ. Α)
2. (για τόπο) πίσω, προς τα πίσω («ἐξαῡτις Τρῶάς τε... ὤσαιτο προτὶ ἄστυ», Ομ. Ιλ. Π.)
3. (για χρόνο) έπειτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + αύτις].