Ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → Injustice: the state of despising the laws
ἐξοιδαίνω, μέσ. έξοιδαίνομαι (AM)εξογκώνομαι, πρήζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οιδαίνω (< οιδέω «πρήζομαι» κατ' αναλογίαν προς τα κυμαίνω, οργαίνω)].