εξοιδαίνω

From LSJ

Greek Monolingual

ἐξοιδαίνω, μέσ. έξοιδαίνομαι (AM)
εξογκώνομαι, πρήζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οιδαίνω (< οιδέω «πρήζομαι» κατ' αναλογίαν προς τα κυμαίνω, οργαίνω)].