εξορκιστής
From LSJ
Greek Monolingual
και ξορκιστής, ο (θηλ. ξορκίστρα) (AM ἐξορκιστής)
αυτός που εξορκίζει, που διώχνει με εξορκισμό πονηρά πνεύματα
μσν.
ο ιερέας που προετοίμαζε τους κατηχουμένους για το βάπτισμα.
και ξορκιστής, ο (θηλ. ξορκίστρα) (AM ἐξορκιστής)
αυτός που εξορκίζει, που διώχνει με εξορκισμό πονηρά πνεύματα
μσν.
ο ιερέας που προετοίμαζε τους κατηχουμένους για το βάπτισμα.