εξωγενής
Greek Monolingual
-ές
1. αυτός που προκαλείται από εξωτερικά αίτια
2. εκείνος που βρίσκεται προς τα έξω («εξωγενές ριζίδιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Θεόδωρο Γ. Ορφανίδη].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο