εξωγενής

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που προκαλείται από εξωτερικά αίτια
2. εκείνος που βρίσκεται προς τα έξω («εξωγενές ριζίδιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Θεόδωρο Γ. Ορφανίδη].