εξόμνυμι
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
Greek Monolingual
ἐξόμνυμι και ἐξομνύω (AM) όμνυμι
1. ορκίζομαι, βεβαιώνω κάτι με όρκο
2. αρνούμαι κάτι με όρκο
3. απαρνούμαι, αποκηρύττω
αρχ.
1. αρνούμαι να δεχθώ κάποιο αξίωμα προβάλλοντας μια δικαιολογία
2. απορρίπτω με περιφρόνηση.