εξόμνυμι
From LSJ
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
Greek Monolingual
ἐξόμνυμι και ἐξομνύω (AM) όμνυμι
1. ορκίζομαι, βεβαιώνω κάτι με όρκο
2. αρνούμαι κάτι με όρκο
3. απαρνούμαι, αποκηρύττω
αρχ.
1. αρνούμαι να δεχθώ κάποιο αξίωμα προβάλλοντας μια δικαιολογία
2. απορρίπτω με περιφρόνηση.