εξόμνυμι

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453

Greek Monolingual

ἐξόμνυμι και ἐξομνύω (AM) όμνυμι
1. ορκίζομαι, βεβαιώνω κάτι με όρκο
2. αρνούμαι κάτι με όρκο
3. απαρνούμαι, αποκηρύττω
αρχ.
1. αρνούμαι να δεχθώ κάποιο αξίωμα προβάλλοντας μια δικαιολογία
2. απορρίπτω με περιφρόνηση.