επίγαιος

From LSJ

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source

Greek Monolingual

ἐπίγαιος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται πάνω στο έδαφος ή λίγο πιο πάνω από το έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γαία «γη»].