επίδηλος

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

ἐπίδηλος, -ον (Α) επιδηλώ
1. φανερός, κατάδηλος («ἐπίδηλον ἡμῖν τοῖς προσώποισιν ποιεῖν», Αρφ.)
2. αυτός που φανερώνει επερχόμενη κρίση
3. αξιοπρόσεκτος, αξιόλογος («εἰ μηδὲν ἐπίδηλον ποιήσουσιν οἱ ἐργάται», Ξεν.)
4. αυτός που μοιάζει με κάτι, που φανερώνει κάτι («ἐστὶν ἐπίδηλόν τι πεπανουργικότι», Αρφ.).