επίδηλος Search Google

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source

Greek Monolingual

ἐπίδηλος, -ον (Α) επιδηλώ
1. φανερός, κατάδηλος («ἐπίδηλον ἡμῖν τοῖς προσώποισιν ποιεῖν», Αρφ.)
2. αυτός που φανερώνει επερχόμενη κρίση
3. αξιοπρόσεκτος, αξιόλογος («εἰ μηδὲν ἐπίδηλον ποιήσουσιν οἱ ἐργάται», Ξεν.)
4. αυτός που μοιάζει με κάτι, που φανερώνει κάτι («ἐστὶν ἐπίδηλόν τι πεπανουργικότι», Αρφ.).