επίκριμα

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528

Greek Monolingual

το (AM ἐπίκριμα)
φρ. «κλητήριον επίκριμα» — κλήση προσώπου για να δικαστεί ή να απολογηθεί σε κατηγορίες που του αποδίδονται, η οποία παραδίδεται σε στενό συγγενή του εφόσον δεν ανευρίσκεται ο ίδιος ο κατηγορούμενος
αρχ.
ένταλμα, απόφαση.