επίρριψη

From LSJ

ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐπίρριψις) επιρρίπτω
η πράξη του επιρρίπτω, το να επιρρίπτει κανείς κάτι σε κάποιον.