επεικάζω
From LSJ
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
Greek Monolingual
ἐπεικάζω (Α)
εικάζω, υποθέτω, φαντάζομαι, στοχάζομαι, συμπεραίνω («ὡς δὲ ἐπεικάσαι» — όσο μπορεί κανείς να υπολογίσει, Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εικάζω «υποθέτω, φαντάζομαι»].