επεκτατικός

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἐπεκτατικός, -ή, -όν) επεκτείνω
νεοελλ.
αυτός που επιχειρεί επέκταση τών ορίων του, αύξηση της περιοχής που του ανήκει («επεκτατική πολιτική, επεκτατικά σχέδια»)
μσν.
κατάλληλος για επέκταση.