γουν

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source

Greek Monolingual

γοῦν και γ' οὖν (Α)
1. (περιοριστικό μόριο) τουλάχιστον
2. οπωσδήποτε
3. (βεβαιωτικό μόριο) βέβαια
4. λοιπόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γε + ουν].