τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions
ἐπιθήκη, ἡ (Α)1. προσθήκη, επαύξηση2. πάπ. κάλυμμα αγάλματος3. πάπ. χρηματικό ποσό που χορηγείται για κάλυψη δαπανών4. (κατά τον Ησύχ.) «φερνή», προίκα5. (η αιτ. ως επίρρ.) ἐπιθήκηνπαραπάνω, επί πλέον.