επιθηλιακός

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο επιθήλιοεπιθηλιακός ιστός» — το επιθήλιο).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Ιωάνν. Γ. Ιωάννου].