επιθηλιακός
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο επιθήλιο («επιθηλιακός ιστός» — το επιθήλιο).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Ιωάνν. Γ. Ιωάννου].