επιθανής

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

Greek Monolingual

ἐπιθανής, -ές (Α)
ετοιμοθάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -θανής (< θ. θαν πρβλ. θανείν)].