επικάμνω

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164

Greek Monolingual

ἐπικάμνω (Α)
στενοχωριέμαι για κάτι, λυπάμαι κατόπιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κάμνω «κουράζομαι, λυπάμαι»].