ἐπικάμνω
From LSJ
English (LSJ)
suffer at or after, τοῖς παρελθοῦσιν Ael.VH14.6.
German (Pape)
[Seite 945] (s. κάμνω), sich danach um Etwas bekümmern, Sorge machen, τινί, Ael. V. H. 14, 6.
French (Bailly abrégé)
se préoccuper ou souffrir de, τινι.
Étymologie: ἐπί, κάμνω.
Greek Monolingual
ἐπικάμνω (Α)
στενοχωριέμαι για κάτι, λυπάμαι κατόπιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κάμνω «κουράζομαι, λυπάμαι»].