επικέλλω

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333

Greek Monolingual

ἐπικέλλω (Α)
1. πλησιάζω πλοίο στην ξηρά, το αράζω
2. (αμτβ.) (για πρόσ.) προσεγγίζω στην ξηρά («χέρσῳ ἐπέκελσαν ἐρετμοῖς», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κέλλω «οδηγώ πλοίο στην ξηρά»].