ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
ἐπικαθεύδω (Α)
1. κοιμάμαι πάνω σε κάτι
2. επωάζω, κλωσσώ
3. αμελώ, παραμελώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθ-εύδω «κοιμάμαι»].