Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
ἐπικαθεύδω (Α)1. κοιμάμαι πάνω σε κάτι2. επωάζω, κλωσσώ3. αμελώ, παραμελώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθ-εύδω «κοιμάμαι»].